- Χιουργής
- Χῑουργής, ές,A of Chian work, Critias 35; Χιουργές, τό (sc. ποτήριον), IG11(2).110.27 (Delos, iii B. C.): pl., ib.111, 112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Χιουργής — of Chian work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιουργής — ές, Α 1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία στην Χίο 2. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία κατά τον τρόπο τών Χίων («κλῑναι χιουργεῑς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ναξι ουργής, Παρι ουργής] … Dictionary of Greek